συναλλασσομένων

συναλλασσομένων
συναλλάσσω
bring into intercourse with
pres part mp fem gen pl
συναλλάσσω
bring into intercourse with
pres part mp masc/neut gen pl
συναλλάσσω
bring into intercourse with
pres part mp fem gen pl
συναλλάσσω
bring into intercourse with
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρατράπεζα — η η ανάπτυξη από άτομο ή ομάδα ατόμων παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων με σκοπό την τοκογλυφία και την εκμετάλλευση τών συναλλασσομένων …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστηριακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρηματιστήριο ή αυτός που γίνεται μέσω τού χρηματιστηρίου 2. φρ. α) «χρηματιστηριακά δικαστήρια» ειδικά δικαστήρια, αρμόδια για την εκδίκαση τών διαφορών που προκύπτουν κατά τις χρηματιστηριακές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”